Είμαι στο Χάρλεμ. Εκεί που οι Πορτουρίκοι σνιφάρουν με ένα τεράστιο καλάμι, τις άσπρες διαχωριστικές γραμμές του δρόμου –περνώντας τες για ράγες κόκας.
Και σπρώχνω το τελευταίο γκρέιν, σε έναν Τοξότη, δέκα χιλιάδες μπακς! Κι όπως είμαι φορτωμένο, νιώθω τη Λαίδη Αμέρικα να μου χαϊδεύει το μάτσο.
«Χελό», λέω, «Από σήμερα στο Ρέδιο Αστόρια, δεν θ’ ακούτε τη φωνή της Αμερικής, αλλά την κραυγή».
Το ξέρω, το ξέρω –ήμουν ιπτάμενος, αλλά όχι τζέντελμαν.
Κατηφορίζω στο μπαρ και βλέπω πίσω από τη μπάρα την πιο ζόρικη Αφροαμερικάνα του Μπρούκλιν.
«Ε» λέω, «μάμα –πως σε λένε;»
«Γερτρούδη, καλέ πατερούλη! Είσαι μόνος σ’ αυτή την πόλη;»
«Ω, νόου», λέω. «Είμαι μαζί με τη Μαρί, τον Χουάν και την Άννα!»
«Τι δουλειά κάνεις Ζωρζ;» μου λέει.
«Ότι έκανε», λέω, «και ο Πήτερ Φόντα, στον Ξένοιαστο Καβαλάρη. Δουλείες με φούντες μπιούτιφουλ λέιντυ».
«Και δε δουλεύεις;» μου λέει.
«Ω, νόου, δεν έχω χρόνο», λέω.
«Κι από τι ζεις;» μου λέει.
«Από φιλοδωρία», λέω.
Και κάνω έτσι και βγάζω το σακούλι με το κακό χορτάρι.
«Τι’ ναι αυτό, Ζώρζ;» μου λέει.
«Είναι αυτό», λέω, «που έκανε το Μπάρυ, Γουάιτ –που ξάσπρισε το μαυρούλη Μπάρυ. Που έκανε τον Γουίλιαμ Μπάροουζ ραίτερ συγγραφέα. Που έκανε τον Πωλ Σιδηρό. Είναι κανείς που να νοιάζεται αληθινά για σένα σ’ αυτή την πόλη, μωρό μου;» της λέω.
«Αυτή την εποχή, έχω μόνο φίλους –δεν έχω κάνει δεσμό. Είμαι αέρας, αλλά την έχω δει να δέσω. Είχα έναν άνθρωπο που ήμουνα καψούρα πιο πολύ κι απ’ το παιδί μου –αλλά έδεσε με μια της μέρας».
«Εγώ τις κυρίες της μέρας, τις κάνω της νύχτας και τους τα παίρνω».
«Χαλόου», μου λέει «ντάντυ –έχω ένα καλό προαίσθημα για μας. Περίμενε να χύσω τα ξύδια από τις γαλότσες και θα σε κάνω διάσημο και πλούσιο».
Βάζω την κυρά στο κάρο και πηγαίνουμε στο μότελ της. Νοικιάζω τη γαμήλια σουίτα και χαιρετίζω όλους τους ενοίκους. Τα μισά αμερικάνικα στρατά. Τα κορίτσια. Τις μπαλαρίνες. Τους φοιτητές του Στάνφορντ, που έβλεπες στα μάτια τους τα βουνά Παντέρμα της Καλιφόρνια.
«Σαββατοκύριακο δεν έχω φέρει κανένα Ζώρζ», μου λέει. «Μόνο τις καθημερινές. Για να ξεκουμπίζονται νωρίς το πρωί για τις δουλειές τους. Είσαι ο μόνος άνθρωπος που έρχεται στο γουικέντ καλέ πατερούλη!»
Πάω να βγάλω τα παπούτσια κι ακούω τις φωνές της μίσες Έστερ.
«Ξεκωλιάρη άντρα», του λέει «θα με σκοτώσεις απόψε!»
«Ε», λέω, «τι γίνεται εκεί δίπλα; Σκοτώνουν τα κολ γκερλ όταν γεράσουν;»
«Είμαι κουρασμένη», μου λέει, «απόψε Ζόρζ. Δε θέλω να κάνουμε τίποτα. Θέλω να κοιμηθούμε σαν αδερφάκια».
Αλλά... βγάζω πουκάμισο, παντελόνι –βλέπει κορμάκι ζόρικο, πλακώνει με χαϊδεύει, τη χαϊδεύω κι εγώ…
Και την ώρα που νειχύ η γυναίκα, εγώ τη λαχανεύω με το πόδι μου. Κοζάρω που’ναι το πορτοφόλι και με το πόδι προσπαθώ και το τζουρνεύω.
Αποτέλεσμα –με τη γυναίκα αγαπηθήκαμε. Αλλά, όπως μονίμως, άνθρωποι σαν εμένα δεν έχουν ριζικό. Πάνε κι έρχονται οι δρόμοι αστέρι μου.
Και φεύγω για το Τσεκάγο, που είναι η Καλιφόρνια των μπλουζ και φτιάχνω μια γουάντερφουλ μπάντα και παίρνω όλο το χαρτί.