Μια μέρα ο διάβολος με βρήκε στο τραίνο,
μου λέει: "Έλα, δεν κοιτά κανένας,
θα σου προσφέρω ό,τι θέλεις εσύ",
σακουμντί σακουμντά, σακουμντίουμ, ντιουμ, ντα.
Τα χάνω μια στιγμή μ’ αυτός μου λέει
με την πειστική φωνή του:
"θα έχεις λούσα, ευτυχία και χρήμα"
ενώ με πλήξη τη ζωή σου περνάς
σακουμντί σακουμντά, σακουμντίουμ, ντιουμ, ντα.
Γιατί να το σκέφτεσαι πια τόσο
αφού είπα θα σου δώσω ό,τι υπάρχει στη ζωή,
μπορείς να ζητήσεις ό,τι θέλεις
και στην κόλαση, να ξέρεις, δεν είν’ άσχημα πολύ,
μη μου τ’ αρνηθείς.
Ξανά ’πε ο διάβολος, "θα δεις, θα είναι ωραία"
ο πειρασμός για λίγο με παρασύρει,
αλλά στο τέλος απαντάω κι εγώ
σακουμντί σακουμντά, σακουμντίουμ, ντιουμ, ντα.
Εσύ που τα λες πολύ ωραία έχεις τόσους για παρέα,
δεν τους πήρες πια μαζί,
αυτό που λατρεύω δεν αφήνω και κοντά του εγώ θα μείνω
τι κι αν είν’ σκληρή η ζωή,
γεια σου διάβολε, γεια.