Στου λιμανιού την εκκλησιά
θ’ ανάψω τέσσερα κεριά κι ένα λιβάνι,
στον Μπαρμπαλιά τον αμαξά
που πήρε βάρκα με πανιά να πάει σεργιάνι.
Πέρασ’ η ώρα, ξέσπασε μπόρα
μα ο Μπαρμπαλιάς δε φάνηκε ως τώρα.
Κάτω στην ακροθαλασσιά,
τ’ άλογο, κλαίει, του Μπαρμπαλιά, τ’ αφεντικό του,
κοντά στον Χάρο που μετρά,
μετρά τις ώρες, τα λεπτά και τον καημό του.
Πέρασ’ η ώρα, ξέσπασε μπόρα
μα ο Μπαρμπαλιάς δε φάνηκε ως τώρα,
πέρασ’ η ώρα, κόπασε η μπόρα
μα ο Μπαρμπαλιάς δε θα φανεί πια τώρα.