Ήξερα ένα μικρό γυφτάκι
που `μοιαζε με αραπάκι
και είχε χρώμα καφετί
και μια φωνή
που όταν σου μιλούσε
σε μεθούσε
και όταν σ’ ακουμπούσε
Είχε ένα γέλιο πεταχτό
και κάτι μάτια, ένα βλέμμα
θεέ μου ήταν σαν ψέμα
Όταν σε κοιτούσε ή γελούσε
σε μεθούσε
και όταν σ’ ακουμπούσε
Είναι όμως καμία φορά
που η ψυχή και η όραση
δεν θέλουν να συμπίπτουν
και μονάχη κάθε μια θέλει να δρα
και μεσ’ το μυαλό αντιδρά
η ανάποδη ιδέα που αντιφάσκει
Και έτσι τα σκουρόχρωμα αγγελάκια
η όραση τα βλέπει για γυφτάκια
και δεν ξέρει πως κάπου κάποιο αστέρι
τα νιώθει και τα θέλει
μακριά τους υποφέρει
Και έτσι βλέπω πάλι το γυφτάκι
και νομίζω πως μου κλείνει το ματάκι
και μου κάνει μια αγκαλιά
και μου δίνει δυο φιλιά
ρουφηχτά στο λαιμό
και πάλι με χαϊδεύει
Και έχω μια μεγάλη υποψία
πως δεν είναι η φαντασία
μα πως το γυφτάκι μου
είναι ένας άγγελος με χρώμα καφετί
και με κοιτά ασκαρδαμυκτί
Και έτσι πια τα σκούρα αγγελάκια
που η όραση τα βλέπει για γυφτάκια
ξέρω να τα ξεχωρίζω
και σε κανέναν δε χαρίζω
και πάντα ελπίζω μια ζωή
μαζί τους να περνώ
Και η σκέψη μου καθώς σαλεύει
το σώμα μου γυρεύει
κοφτές ματιές να κλέβει
και πια δε θα μπερδεύει
γυφτάκια ή αγγέλους
η σκέψη δραπετεύει
Ήξερα ένα μικρό γυφτάκι
που `μοιαζε με αραπάκι
ανοιχτό σοκολατί
και είχε μια φωνή ,
μαγική