Για μια στιγμή έμεινες μόνος σου και κοίταξες πιο πέρα
μια φυλακή με γκρίζους τοίχους μελλοθάνατων η μέρα
και τριγυρνάς χρόνια προσμένοντας σαν ταύρος στην αρένα,
παραμιλάς σαν μεθυσμένος και τα λόγια σου είναι ξένα.
Θεριά μου εσείς, θεριά δικά μου μια ζωή που εξημερώνω,
που σας μισώ μα ξέρω πως χωρίς εσάς δεν ξημερώνω.
Ω τι ζητώ; Έρημοι άνθρωποι να κλαιν’ την ερημιά τους
και `γω να ζω σε μια εικόνα που προβάλλει η ματιά τους.
Φτωχές στιγμές κι η επανάληψη την πείνα μεγαλώνει.
Χίλιες ζωές τι να τις κάνω; Έχω μια και δεν τελειώνει.