Μια κόρη μια – κι’ αμάν αμάν – μια κόρη μια διαβάτισσα,
μια κόρη μια διαβάτισσα, μια γαλανουμάτισσα,
όταν μπαίνει και γ’ υφαίνει, δέντρα και κλαριά μαραίνει.
Διαβατικός – κι αμάν αμάν – διαβατικός απέρασι,
διαβατικός απέρασι, την κόρη καλημέρισι,
την κραίνει δεν τουν κραίνει, καλημέρα δεν τουν λέγει.
Κόρη μου δεν – κι’ αμάν αμάν – κόρη μου δεν παντρεύεσαι,
κόρη μου δεν παντρεύεσαι, τα νειάτα σου δε χαίρεσαι,
να πάρεις παλληκάρι σαν τα’ αστρί σαν του φιγγάρι.
Για πως μι λες – κι αμάν αμάν – για πως μι λες να παντρευτώ
για πως μι λες να παντρευτώ, που έχω άντρα στου στρατό,
βαϊ τώρα τέσσερα χρόνια μες’ τα έρημα τα ξένα.