Το καρναβάλι της ελπίδας του ήταν πάλι ένα καράβι από λόγια
μια μεθυσμένης από σάλπιγγες και σύρματα αλλόκοτης γενιάς
Χριστουγεννιάτικη βιτρίνα φορτωμένη μ’ αφρικάνικα ρολόγια
σταματημένα στη χρονιά που `χε τα πολλά τυφλά μηδενικά
Ένας Γενάρης στις αρχές του μ’ ένα σύννεφο μιας πένθιμης κολόνιας
μέσα στο βλέμμα καρφωμένο, στο ταξίδι του με στάση Πειραιά
έτσι να δει τα καραβάκια να μαγεύονται απ’ το άρωμα της ρότας
έτσι να δει τον εαυτό του δίχως πρόσωπο στα βρώμικα νερά
έτσι να δει τον εαυτό του να πετάει μ’ ενός γλάρου τα φτερά
Κι ήταν οι μέρες στριμωγμένες από πρόσωπα που μοιάζαν όλα ίδια
ένα κοπάδι τρελαμένο από σώματα που χάναν το ρυθμό
ποια μελωδία μωρουδίστικη θα του ξυπνήσει μέσα του παιχνίδια
να ξανακούσει το μωρό που παίζει μέσα του να λέει είμαι δω
να ξανακούσει τη φωνή του να του λέει την ζωή μου αγαπώ
Ει, Ει, ταξιδιώτη, μεσ’ του καιρού τη σκουριά
Ει, ει ταξιδιώτη, μες του μωρού τη ματιά
Τούτη την ώρα θα περάσει σαν αχτίδα μέσα από τις συμπληγάδες
θα βρει τους μύθους του Βοσπόρου, των προγόνων του θαλασσινές σπηλιές
θα ζωντανέψει, θα σαλπάρει μ’ ένα τσούρμο από φιλήδονες νεράιδες
στις καταγάλανες ακτές της Ιωνίας, της φυλής του τις αρχές
Θα ταξιδέψω, είπε, με τους πιο σοφούς ταξιδευτές τους Αργοναύτες
με υπνοβάτες, κολασμένους και μ’αγίους μοναχούς θα τυφλωθώ
το αμαξάκι της ζωής μου να κυλήσω σ’ανιστόρητες κοιλάδες
να ξανακούσω το μωρό που παίζει μέσα μου να λέει είμαι δω
να ξανακούσω τη φωνή μου να μου λέει τη ζωή μου αγαπώ