Πάνω στ’ αργυρό σκαμνί
θρονιασμένη νια στα μαύρα
κι όλο πλέκει σιωπηλή
με χρυσάφι δυο γαϊτάνια
Πέρασε του Ρήγα ο γιος
και του Βασιλιώς τ’ αγγόνι
δυο λεφούσια από μπρος
και την πέρδικα ζυγώνει
Πλέκε τα και κρώσαινέ τα
δώδεκα λογιώ κάνε τα
σε κανένα μη τα δώσεις
κι ύστερα το μετανιώσεις
Δώσ’ μου τα για χίλια γρόσα
κι άμα θέλεις κι άλλα τόσα
δώσ’ μου τα να σε θυμάμαι
τις βραδιές που δεν κοιμάμαι
Δε μου τα ‘δωκες με γρόσα
μ’ εκατό και με διακόσα
μα τα δίνεις σαν ορίσω
πιο σιμά και σε φιλήσω