Το τάλαντο σχίζει ρυθμικά τη σιωπή της νύχτας,
και ενώ πληθαίνουν τα κεριά το φέγγος του καθολικού,
εσύ δυστυχισμένε μου κοιμάσαι
και ονειρεύεσαι,
σκηνές φριχτές του έξω κόσμου.
Το τάλαντο σίγησε πια μα εσύ δεν εκοιμήθηκες,
παρά κοιμάσαι σε τούτο ’ δω το βράχο,
όπου δεν έχυσε ένα δάκρυ η καρδιά σου,
όπου δεν πήρε λίγη δροσιά το πνεύμα σου,
όπου άφησες το τάλαντο να σβήσει.