Βγαίνουν οι δερβίσηδες
τα βράδια,
μαύρα ζωνάρια,
μες στα σκοτάδια,
στης Μαριγώς
την αυλή πίνουν ρακί
αχ μα αυτή δε βγαίνει λίγο
έξω να τους δει.
Έξω απ' την πόρτα της μεθούνε
κλαίνε, πονούνε
της τραγουδούνε,
“για τον Θεό, Μαριγώ,
βάλε να πιω
στο πασουμάκι σου να πιω
το πιο βαρύ πιοτό”.
Το δερβισάκι του Γιωργή,
που ' ναι σα γρήγορο πουλί,
στην κάμαρά της
με ένα σάλτο έχει μπει.
Σορόκος είναι που φυσά,
τα μπράτσα γίνανε σπαθιά,
παίρνει το φεγγάρι
της στολίζει τα μαλλιά.
Με τα μαυρομάνικα στα χέρια,
άσπρα σεντόνια,
μαύρα χαμπέρια,
στης Μαριγώς την αυλή,
αίμα, ρακί,
όλα τ' αστέρια σβήσανε
πριν έλθει η αυγή.