Μια ευχή μου λες πως πέταξες,
πήρανε τα μέσα σου φωτιά,
μα εγώ τις δυο τις κρατησα
να μη γείρει ο νους σου στα παλιά.
Περπατάς και συλλογίζεσαι
πως ο κόσμος έχει δυο μορφές
κι η καρδιά σου αχ, πώς ράγισε,
δεν της μείναν άλλες αντοχές.
Δες τα χρόνια πώς περάσανε
κι η ψυχή σου έγινε κλούβί
που κρατάει μαύρα όνειρα,
δεύτερη και αιματερή ευχή.
Τώρα μόνος σου σηκώθηκες
κι άνοιξες τα χέρια στον γκρεμό,
σαν αρχοντοπούλι πέταξες
κι έσμιξες την γη με ουρανό.
Κι έσταξε ο χρόνος θαύματα,
μέσα σου άνθισε μια νέα αρχή,
της ζωής ο κύκλος έκλεισε,
έγινε και η τρίτη σου ευχή.