Ο φίλος, ο ψαράς, ο Σιδερής
δεν ήξερε καθόλου να διαβάζει
μα είχε μάτι πού `ξερε καλά
βαθιά μες στην ψυχή σου να κοιτάζει
Απόψε η καρδιά μου είναι βαριά
γιατί είδα στο μουράγιο σκουριασμένη
τη βάρκα του και δίπλα μια γριά
πατρίδα που ξεχνιέται και πεθαίνει
Ο φίλος μου, ο ψαράς, ο Σιδερής
που λείπει μήνες, χρόνια, πια, δεν ξέρω
μού `μαθε χίλια πράγματα εκτός
τον πόνο της καρδιάς να υποφέρω
Αχ, ρε ντουνιά, με τα παράπονά σου
θέλω σε βάζω στην καρδιά, ψεύτη ντουνιά
θέλω σού λέω γεια σου