Με τούτη (ν') ασημόκουπα, μωρέ,
θέλω να πιω πέντ' έξι,
κι αν δε μεθύσω κόρη μου, μωρέ,
κέρνα μ' όσο να φέξει.
Ώσπου να σκάσ(ει) ο Αυγερινός, μωρέ,
να πάει η πούλια γιόμα.
Να κάτσω να συλλογιστώ, μωρέ,
να πω όλα τα κιντέρια.
Η ξενιτιά κι ο θάνατος, μωρέ,
η πίκρα και η αγάπη.
Τα τέσσερα ζυγίστηκαν, μωρέ,
σ' ένα βαρύ καντάρι.
Βαρύτερη είν' η ξενιτιά, μωρέ,
βαρύτερα είν' τα ξένα.
Χωρίζει η μάνα το παιδί, μωρέ,
και το παιδί τη μάνα.
Κι η αδερφή τον αδερφό, μωρέ,
κι η κόρη από τον άντρα.
Χωρίζει κι ένα αντρόγυνο, μωρέ,
(ν') ένα καλό ζευγάρι.
Στον τόπο που χωρίσανε, μωρέ,
δε φύτρωσε χορτάρι.