Οι λύκοι κατεβαίνουν σαν βολεύει ο καιρός
μ’ οδηγό στην ομίχλη της σελήνης το φως
τότε που ο ουρανός προαίσθημα γεμίζει
και το σύνθημα η νύχτα στ’αυτιά μας σφυρίζει
Κάπως έτσι χρόνια τώρα πολλοί παρατρεχάμενοι
ψάχνουν να βρουν την κρυψώνα την απάνεμη
μ’ ακονισμένα δόντια, χαμηλωμένα μάτια
απ’ άλλα μέρη φτάνουνε και ξένα μονοπάτια.
Οι λύκοι κατεβαίνουν σαν βολεύει ο καιρός
μ’ οδηγό στην ομίχλη της σελήνης το φως.
Λένε για καθένα μας παραλυμένους μύθους
ότι είμαστε μια πράξη ηρωική του πλήθους,
για κάποιους οργάνωση, κόμμα, θρησκεία
στ’ αυτιά μας έχει φτάσει κάθε μαλακία
Η πιο θανατερή και συνάμα σιχαμένη αίσθηση
είναι πάντα απ’ αυτόν που δίπλα μένει κι επιμένει ότι γνωρίζει,
μα για κάθε αμάζευτο στόμα
λευτερώνω έναν ήλιο συρμάτινο ακόμα.
Δώσ’ μου έναν ήλιο συρμάτινο ακόμα
κι ένα σημάδι χαραγμένο στον ώμο,
ράψε μου για πάντα το βλάσφημο στόμα,
έχω μπροστά μου ένα απέραντο δρόμο.
Δώσ’ μου λίγο χώμα ξανά να μυρίσω
και το μαχαίρι μου βάλε στη θήκη,
εδώ που στέκομαι δε θα γυρίσω,
το φεγγάρι κι ας διώξουν οι λύκοι.
Έχω δει τη φωτιά πιο καθαρά φορώντας μάσκα
έχω γλιτώσει εικοσαρούδια πριν τη φάκα
κάθε μαλάκα συμπονούσα στα μπερδεμένα του
δε γαμιέται περασμένα χαρισμένα του
Όμως εγώ απαρνήθηκα κάποια μεγαλωμένα μου
δε ρισκάρω τα όμορφα και τα κρυμμένα μου
έχω φερθεί κι είμαι πιστός κι απόλυτα
αντέχω όμως και ξεδιαλύνω τα απόβλητα
Το δάσκαλό μου βρήκα το σεβασμό
να τον νιώσω αδελφό μου
τον προορισμό μου δεν τον κρατώ κρυφό μου
και στο χαμό μου θα τραγουδώ τη λευτεριά μου
μέχρι μια δίνη να καταπιεί όλη τη φωτιά μου
από τον Brack, τον Ronacks και τον Moya
θα δεις τα χνάρια πρώτα και ύστερα τα λόγια
Δε σκιάζομαι και δε μισώ και αν πεινάν οι λύκοι
το μαχαίρι μου ξαναβάζω στη θήκη.
Δώσ’ μου έναν ήλιο συρμάτινο ακόμα
κι ένα σημάδι χαραγμένο στον ώμο.......
Πήρε τα χνάρια κάποιος από τις εμμονές μου
φέρνουν μαζί μου από το οπλοστάσιο τις κραυγές μου
κι έσυρα εδώ μέσα στη γαλήνη μια κρυψώνα
για του `08 το νιόβγαλτο χειμώνα
πετάω στις ταράτσες της κοιμισμένης πολιτείας
πύρινες λέξεις φτιαγμένες προ δεκαετίας
κι ο αντίλαλός τους νόθος αδελφός τους
φτάνει πια που αράζει δίπλα στο θάνατό τους
εγώ τους ήθελα ζωντανούς λευτερωμένους
λεβέντες μόνους κι αλητοθρεμμένους
εικονοκλάστες συνεπαρμένους ανατροπής
μα τι απέγιναν πως να το γράψεις, που να το πεις
του ήλιου μου τα δεσμά είναι κομμένα απ’την αρχή
και μ’όση έχω ισορροπία κι αντοχή
σε ρωτάω αν είδες φως μακρινό μες στο σκοτάδι
και με κοιτάς με του χαμένου το ίδιο ύφος το ρημάδι.