Τα ποιήματά μου είναι πολλά και δεν τα ‘χω γραμμένα
είναι μες στο κεφάλι μου μαγνητοφωνημένα
Μα θα χαθούνε, σκέφθηκα, μια μέρα σαν πεθάνω
γι’ αυτό και απεφάσισα κασέτες να τα κάνω
Τα ποιήματα, το βίο μου, κασέτες τώρα κάνω
για να τις παίζουν, να μ’ ακούν, όταν θα αποθάνω
Αρχίζω, μαγνητοφωνώ και πρώτα πριν απ’ όλα
ειμ’ απ’ τον Πρίνο και με λεν Σταύρο Καραμανιώλα
Γεννήθηκα το έντεκα στο Μέγα Καζαβίτι
χρόνια τουρκοκρατούμενα, τα χρόνια του χαμίτη
Φύγαν οι Τούρκοι κι άρχισε ο πρώτος πόλεμος
ήρθε μια δυστυχία και φοβερός λιμός
Η πείνα είχε φτάσει στης γης τα πέρατα
τρώγαμε βαλανίδια και ξυλοκέρατα
Κι από τα ξυλοκέρατα βράζαμε τα κουκούτσια
ποτέ τα ποδαράκια μας δε φόρεσαν παπούτσια
Από παντού ή Θάσος είχε αποκλειστεί
σαν ποντικοί στη φάκα είχαμε εδώ πιαστεί
Τίποτα ν’ αγοράσεις δεν είχε με λεφτά
μα είχε αεροδρόμιο εδώ το δεκαεπτά
Πέτρες ό κόσμος έσπαζε για λίγη κουραμάνα
μονάχα για τον άρρωστο και για τη μωρομανα
Μες στην Καβάλα ήτανε οι Γερμανοβουλγάροι
οι Καβαλιώτες έφτασαν να τρώνε και γάιδαροι
Τέλος μια μέρα φύγανε οι Γερμανοβουλγάροι
κι οι φούρνοι έβγαλαν ψωμί, μ’ άγανο, από κριθάρι
Άρχισαν τα ερείπια να κτίζονται ξανά
νέα ζωή ξανάρχισε κι άνοιξαν τα καπνά
Μπήκα κι εγώ στα μαγαζιά από εννιά χρονώ
χωρίς να είμαι έρημο ούτε και ορφανό
Είχα αδελφές και αδελφό και μάνα και πατέρα
με επταμελή οικογένεια πώς να τα βγάλουν πέρα
Αυτοί οι λόγοι μ’ έκαναν ν’ αφήσω τη φυλλάδα
γιατί έπαιρνα αρκετά λεφτά κι εγώ κάθε βδομάδα
Δεν πήγα στο γυμνάσιο ούτε και στον Ευκλείδη
τετάρτη του δημοτικού πήγα στον Τσανακλίδη
Γράμματα λίγα έμαθα, να γράφω, να διαβάζω
μα ο Θεός με φώτισε ποιήματα να βγάζω
Τα πιο καλά τα χρονιά μου τα `ζησα στην Καβάλα
πέρασα χρόνια όμορφα και βάσανα μεγάλα
Με αγαπούσανε πολλές, μικρές, μαθητριουλες
γαλανομάτες, καστανές, ξανθές, Εβραιοπουλες
Μες στην Καβάλα οι κοπελιές με λέγανε μαγκάκι
γιατί φορούσα πάντοτε στραβά το καβουράκι
Και ήμουνα αληθινά πραγματικό μαγκάκι
χόρευα μάγκικο βαρύ κι έπαιζα μπουζουκάκι
Τα στέκια μου ήταν πάντοτε Αμύντα και Σουτζούκι
εκεί έμαθα ζεϊμπέκικο, εκεί έμαθα μπουζούκι
Στην κρίση του τριανταδυό ξερίζωσα βουνά
χιλιάδες είχα βγάλει οκάδες κάρβουνα
Κι ο Θοδωρής, πού τα `παίρνε, μου `σπάζε την καντάρα
και στο φινάλε έβγαζε και τη μανέλα τάρα
Ως το τριαντατέσσερα και τέρμα ο αγώνας
μετά την κρίση άρχισε ένας χρυσός αιώνας
Κάποια κοπέλα γνώρισα από το Θεολόγο
χωρίς να θέλω έμπλεξα και έδωσα και λόγο
Το όνομα της ήτανε Κατίνα Ευαγγέλου
είχε κορμάκι λυγερό και πρόσωπο αγγέλου
Μα όλως αναπάντεχα ήρθε ο χωρισμός
αιτία ήταν ή ζήλια της και ο εγωισμός
Καλά ως το τριανταεννιά, μα ήρθε άλλη κρίση
ο δεύτερος ο πόλεμος, την πόρτα είχε χτυπήσει
Τι έχεις βρε Γιαννάκη μου Αυτό πού είχα πάντα
ήρθε το περιβόητο το έπος του σαράντα
Μας χτύπησαν οι Ιταλοί με πείσμα και μανία
και άρχισε ο πόλεμος μέσα στην Αλβανία
Πήραμε απ’ την Κορυτσά ως τους Άγιους Σαράντα
μας χτύπησαν οι Γερμανοί και χάσαμε τα πάντα
Για να τα βάνουμε με δυο, δεν είχαμε αντοχή
κι άρχισε ή οπισθοχώρηση και ήρθε ή κατοχή
Τη χώρα μας την πάτησε του Γερμανού ή μπότα
κι άρχισε ο χειρόμυλος, σκαφίδα και μπομπότα
Κατέβηκαν οι Βούλγαροι, στη Θάσο, στην Καβάλα
στρογγύλια μ’ άλλους φόρτωνα στο Μήτκα, στην Καψάλα
Δουλεύαμε σαν είλωτες, μας βγάζαν το ζουμί
σαράντα μέρες δούλεψα, δεν πήρα ούτε δραχμή
Κι έφυγα στην Κεραμωτή, δουλειά εκεί να πιάσω
σε μια μπατόζα βοηθός, ψωμί για να χορτάσω
Μα απ’ τα πολλά κουνούπια κι από την υγρασία
με πλάκωσ’ ένας πυρετός, βαριά ελονοσία
Γύρισα πίσω στο χωριό, γιατί θε να πεθάνω
μα είμαι και στενάχωρος, κάτι έπρεπε να κάνω
Με γαϊδαρνή υπομονή και με πολλή προσπάθεια
σε λίγες μέρες άρχισα και έκανα καλάθια
Σαν το μελίσσι πλάκωνε ο κόσμος, να τα πάρει
κι αρχίσανε να πέφτουνε τα λέβα με το φτυάρι
Αγόραζα τα πάντα της μαύρης αγοράς
γιατί πού λέει ο λόγος μιλούσε ο παράς
Κάποια κοπέλα έκλεψα από τη γειτονιά
ήμουν τριανταδυό χρονώ εγώ κι εκείνη δεκαεφτά
Όμως αυτό πού έκανα ήταν παρανομία
γι’ αυτό μας στεφανώσανε με την αστυνομία
Αποδιωγμένοι και οι δυο μακριά από τα σπίτια
να πα’ να χτίσουμε φωλιά σαν τα μικρά σπουργίτια
Κάναμε το σπιτάκι μας έξω απ’ το χωριό
κι oι δυο μαζί παλέψαμε για το νοικοκυριό
Δυο κοριτσάκια κάναμε πού μένουν στην Καβάλα
το πρώτο είναι κεντήτρια, το δεύτερο δασκάλα
Έψαχνα χρόνια για δουλειά, μα τέλος τήνε βρήκα
και ξέρετε ποια ειν’ αυτή ; Ή σύνταξη του ΙΚΑ
Όμως πολύ κουράστηκα, να το πετύχω αυτό
μα κάθε μήνα πέφτουνε έξι εφτακόσια οκτώ
Η διαθήκη μου
Πριν αποθάνω και ταφώ, θ’ αφήσω διαθήκη
τα ποιήματα μ’ ν’ ακούγονται πετρέλαια και καθίκι
Ν’ ακούγονται και ολ’ αυτά, πού έγραψα για μένα
θα σας τα πω καλύτερα και πιο συγκεκριμένα:
Έχουμε κάποιον στο χωριό τον λένε μπάρμπα Σταύρο
μεσ’ τα κατώγια τριγυρνά να βρει κρασάκι μαύρο
Το άσπρο δεν το κυνηγά ούτε το κοκκινέλι
το θέλει να `ναι μπρούσικο κι όχι γλυκό σαν μέλι
Κι αν είχε όσες έχει πιει μπουκάλες μαύρο οίνο
πολύ μεγάλη θ’ άνοιγε ταβέρνα μες στον Πρίνο
Χωρίς λεφτά να πίνανε του Πρίνου οι μπεκρήδες
σα σουρουπώνει, να `ρχονται, να πέφτουν σαν ακρίδες