Μέσα από το πιοτό, από τον πυκνό καπνό
τι ωραία που φαινόταν τούτη η βραδιά,
τι ωραία η αγάπη, ο έρωτας και τα λοιπά.
Μέσα από το πιοτό,
από τον πυκνό καπνό,
περνούσε η βραδιά,
πονούσε η καρδιά.
Έτσι πίστεψα κι εγώ πώς να παίζω θα μπορώ
μ’ ένα αίσθημα που κόσμους κυβερνά
χωρίς τίποτα να κάνω, μα να παίρνω μοναχά.
Μέσα από το πιοτό,
από τον πυκνό καπνό,
περνούσε η βραδιά,
πονούσε η καρδιά.
Μα τελειώνει το πιοτό, το τσιγάρο το στερνό
κι έτσι να ‘μαι στο παιχνίδι που έστησα εγώ
ένα πιόνι να προσμένω τη ζαριά σου για να δω.
Μέσα από το πιοτό,
από τον πυκνό καπνό,
περνούσε η βραδιά,
πονούσε η καρδιά.