Απόψε αντάμωσα το χάρο
σε μια γωνιά στη Κοκκινιά
έρχομαι μου είπε να σε πάρω
ταξίδι για τη λησμονιά
Κάν’ το στερνό σου το τσιγάρο
κι άιντε ν’ ανοίξουμε πανιά
Με πήγε στο στενό κελί του
που το φωτούσε ένα κερί
Αργά που κύλησε η νύκτα
γρήγορα που `φυγ’ η ζωή
Και `γω παντρεύτηκα τη νύκτα
δεκαοκτώ χρονώ παιδί