Θα πούμε το τραγούδι του που ξεκινά απ’ τον ήλιο
με την απόκρημνη λαλιά του τηλεβόα
Ολκάδος που συνάντησε το νεαρό τιτάνα
με ρίγανη στα χείλη του κι ολόκληρη τη χώρα
Μες στο στήθος του...
στο στήθος του...
Το ρήμα κρουσταλλώθηκε και φέγγει
κι ακόμα τρέχουν τα κορίτσια
Μες στα πλατιά φουστάνια τους
στις δροσερές μαρμαρυγές της άσπιλης ημέρας
Μέσα στο ρίγος που γελά καθώς ξανθή γοργόνα
σ’ ένα καράβι ορθόπλωρο που πλέχει
στον ουρανό της θάλασσας με τα μεγάλα μάτια
Φωνές θερμές, γλυκές παιδίσκες των ερώτων
πάνω στη γη κι επί των χόρτων ή στα φύλλα
βιβλίου γιομάτου δένδρα πράσινα σαν παραθύρια
που βλέπουν προς την Άνοιξη
προς την Άνοιξη...
προς την Άνοιξη...
Χωρίς απροσδιόριστη φενάκη μα με πλήθος
πολύχρωμων παλμών μεταξωτής αιώρας
Σε κάστρο δόξας μυρμηκιάς με πλούσια ζώνη
σφυγμένα δυνατά στη μέση της ημέρας
Πλατιά στα στέρνα μας
και τα πουλιά μας τρέχουν στον αέρα