Νύχτα παράξενη και νύχτα μαγεμένη
απόψε μ’ άρπαξε και κάπου με πηγαίνει
παίζουν στο Ζάππειο πολύχρωμες οι μπάντες
ακορντεόν, βιολιά και κόκκινες τιράντες
Ο γέρος μου ψηλός, η μάνα μου κοπέλα
κρατώ στο χέρι ένα μήλο καραμέλα
χειροκροτήματα, εξέδρες στολισμένες
πυροτεχνήματα, ομπρέλες ανθισμένες
Πέφτει το βράδυ, στ’ άδεια οικόπεδα
σκορπάνε οι συμμορίες
Μπραχάμι χρώμα μελανί
ασπρόμαυρες σκληρές φωτογραφίες
ασπρόμαυρες σκληρές φωτογραφίες
Σε βλέπω τώρα καθαρά, πίσω στο εξηνταοχτώ
σ’ εκείνα τα μπιλιάρδα στην πλατεία
μπροστά στο ηλεκτρόφωνο, όλο τ’ απόγεμα ν’ ακούς
τ’ αγαπημένο σου τραγούδι
Έξω στο δρόμο πέρναγε βουβά η λιτανεία
στη γκρι πλατεία έβρεχε, Αγίου Δημητρίου ανήμερα
Κι ο Έρικ Μπάρντον σ’ έπαιρνε
στο σπίτι τ’ Ανατέλλοντος Ηλίου
σ’ ένα ταξίδι φωτεινό,
μακριά απ’ όλ’ αυτά
Σπασμένες πόρτες και μισά
συνθήματα στους τοίχους
όλα αρχίσανε νωρίς
και τέλειωσαν αργά
και δύσκολα
Χίλια εννιακόσια εβδομήντα τρία
ξημέρωμα φριχτό σαν πιστολιά
ανοίγω αργά τα μάτια μου
απ’ τη λιποθυμία
πέρασαν γρήγορα τα χρόνια
κύλησε ο καιρός αργά
Κι αν τώρα σ’ άδειο τσίρκο
ακροβατώ ξανά
σφραγίζοντας με νόημα το στόμα
είναι γιατί βαθιά
βαθιά παραφυλάει
η δύσκολη εφηβεία
των είκοσι εννιά