Τι φόβος και τι πάθος μια στιγμή που κατά λάθος
με αρπάζει, με ταράζει και τα πρέπει μου τ’ αλλάζει
Τι λιώμα θέλω ακόμα να ξαπλώσω μέσ’ στο στρώμα
να λατρέψω την οδύνη, να παρασυρθώ στη δύνη...
Κι έτσι ολοταχώς
Θα αμφισβητήσω τη ζωή μου, προσεχώς
Μες στο σκοτάδι ψαχουλεύοντας το φως
βρήκα θεούς, βρήκα ημίθεους και μένα
Κι έτσι ολοταχώς
Θα τα αλλάξω της ζωής μου τα σαφώς
Αυτά που έμαθα να λέω καθεστώς
δεν τα γουστάρω και τα έχω πια γραμμένα
Το μη της αμαρτίας, της ντροπής και της λαγνείας
στα στήθη μου φουσκώνει
σα φωτιά, σαν φωτιά, σαν φωτιά μέσα στο χιόνι
πώς θέλω να ξεχάσω όσα ξέρω
και να χάσω κάθε αίσθημα δημόσιο
κάθε ιερό και όσιο
Με τάξη και με ηθική μες στη ζωή πορεύτηκα
και πάντα πάγο έβαζα σε όλα αυτά που ορέχτηκα
δε δέχτηκα τα πάθη μου
τις ηδονές τις νίκησα
μα εκεί που ευθεία πήγαινα
τα μούτρα μου τα χτύπησα τα χτύπησα
Κι έτσι ολοταχώς...
Σιγά που το περίμενα, να αλλάξω χαρακτήρα
αφού στη βαρυχειμωνιά είχα αποκτήσει πείρα
και τώρα χάνω και σαν το χάνο έχω τσιμπήσει
Μου γκρέμισαν τα μάτια της αυτά που είχα χτίσει