Ήμουν μπατιράκι
χρόνια ανεργάκι
και σε μια καντίνα
γνώρισα την ΤΙΝΑ
με κέρασε σουβλάκι
και μπύρα σε κουτάκι.
Πριν καλά νυχτώσει
μ’ είχε πια σβερκώσει
μου 'ταξε ελπίδα
φάε - πίνε - πήδα
φτάνει να 'χα μόνο
αντοχή στον πόνο.
Μου φάνηκε της πλάκας
δεν είχα δει ο βλάκας
μαστίγιο και βίτσα
κρυμμένα στη βαλίτσα
κι από τότε παίδες
είμαι με χειροπέδες.
ΤΙΝΑ-ΤΙΝΑ τι να κάνω
κοντεύω να πεθάνω
ΤΙΝΑ με βιάζεις
κι από πάνω μ’ εκβιάζεις
μου το παίζεις ντίβα
μα είσαι μια Κατίνα.
Άλλο δε σ’ αντέχω, πια τα είδα όλα
και φραγμούς δεν έχω, θα σου ρίξω ...φόλα!
Με φωτιά κι αδράχτι γνέθω φλογοβόλα
μπούρμπερη και στάχτη και πουτάνα όλα!