Στο μαύρο φόντο μια μαύρη σκιά αργά πλησιάζει
στα χείλη που τρέμουν ο φόβος νικά, μα διστάζει.
Προτρέχει με πείσμα γοργό η βροχή τη βρύση που στάζει.
Παλεύει ο ύπνος στη μαύρη σιωπή, βουβά το μαράζι
το δάκρυ φωλιάζει στην άδεια ματιά, μα εσέ δε σε νοιάζει.
Χνωμιάζει στο τζάκι μια κρύα φωτιά, δίχως νάζι.