«Έλα» ακούω τη φωνή, να με προστάζει πάλι
και βγήκα από το όνειρο κι από την παραζάλη.
Ο κόσμος ξετινάχτηκε κι ήρθε στα σύγκαλά του
κι ο ήχος ο απόκοσμος με τράβηξε κοντά του.
Και βλέπω κύκλους γερακιών, «τι να `ναι το ψοφίμι;
Θέε μου μην είναι της καρδιάς τ’ ανήμερο τ’ αγρίμι»
Κοιτάζω γύρω, ερημιά, πια δεν ακούγεται άχνα,
και κάτω η Δρακοπροβιά και του Θεού τα σπλάχνα.