Μπαίνω σε άδειες κάμαρες. Ποιας μάγισσας χατίρι
του κόσμου αλλάζει πρόσωπο σε κάθε παραθύρι;
Ανοίγω πόρτες και γυρνώ στο σπίτι της ερήμου.
Σε κάποια κοντοστάθηκα, σαν να ‘ταν η δική μου.
Και με μιαν άλλην αίσθηση, αιώνες κοιμισμένη,
ένοιωσα πως στην κάμαρη κάποιος με περιμένει.
Μπήκα και κάπου κάθισα, κατάκοπος του δρόμου,
και κοίταξα και ήτανε το νεκροκρέβατό μου.