Άσπρο σαν το χιόνι το Κατερινιώ
μύριζε λεμόνι, μόσκο στο σκολειό.
Μαύρα τα μαλλιά τση δαχτυλιδωτά
θάλασσες τα μάτια τ’ αμυγδαλωτά.
Αχ Κατερινιώ, καλέ Κατερινιώ
δεν επήρες άντρα μέσα απ’ το χωριό.
Ζήλεψεν η νύχτα τα σγουρά μαλλιά
πού `χανε κονέψει άστρα και πουλιά.
Στ’ άδικου τη χέρα ήδωσε βουλή
κι ήριξε στο χώμα τ’ ακριβό κουρλί.
Αχ Κατερινιώ, καλέ Κατερινιώ
δεν επήρες άντρα μέσα απ’ το χωριό.
Νύχτες δίχως άστρα σαν τ’ αερικό
φαίνει στ’ αργαλειό τση κόσμο μαγικό.
Μάθαν το οι κυράδες και περάσανε
ονειροκεντίδια κι αγοράσανε.
Αχ Κατερινιώ, καλέ Κατερινιώ
δεν επήρες άντρα μέσα απ’ το χωριό.