Μια μελαχρινούλα ήρθε μιαν αυγή,
μέσα απ’ τη φωτιά και την οργή.
Τα γλυκά τα λόγια, πια τι να της πουν,
δε θέλει, δε θέλει να την αγαπούν.
Μοιάζει με το δείλι, σαν μελαγχολεί,
κι άμα την κοιτάξεις για πολύ,
δυο χιλιάδες βέλη την καρδιά τρυπούν,
δε θέλει, δε θέλει να την αγαπούν.
Δέκα παλληκάρια παν’ να σκοτωθούν,
για τα δυο της μάτια που ποθούν.
άδικα την πόρτα της καρδιάς χτυπούν,
δε θέλει, δε θέλει να την αγαπούν.