Βλέπω μια πομπή τη λεωφόρο να κόβει στη μέση
Είναι μια κηδεία εργάτη που του’ λαχε να πέσει
Στο θάνατο που ο αφέντης του κρατάει πάντα μια θέση
Το μεροκάματο θανάσιμος τζόγος που κόβεται στη μέση
Κλειστός ο ουρανός, βουβό το μποτιλιάρισμα, αδιάφορη πόλη
Τα στεφάνια, ο παπάς, οι ανθοδέσμες, οι συνάδελφοι όλοι
Χαρούμενοι βαθιά που θα ζουν την επόμενη σχόλη
Οι κηδείες βγάζουν βόλτα τις μνήμες πριν μπουν στη φορμόλη
Πόσο απλά τ’ αφεντικά τελειώνουν τον εργάτη στο μνήμα
Ο ήλιος, οι βρισιές και τα γέλια με κομμένο το νήμα
Αμνηστεύει η πομπή τους φονιάδες απ’ το μεγάλο κρίμα
Και κάνει μια φορά ακόμα προς το θάνατο ένα βήμα
Μυξοκλάματ’ αγκαλιές κονιάκ συγγενείς και παιδιά
κόλυβα κατάρες κρασί του σαβάνου ψαλιδιά
Το εργοστάσιο δουλεύει αυτή την ώρα κατάμουτρη βρισιά
Βιαστικά η πομπή θα διαλυθεί σαν σπασμένη αρμαθιά
Δίχως μια γροθιά, μια κραυγή μ’ ένα θλιμμένο καλησπέρα
Αιώνια στη μνήμη σου το εργοστάσιο θα παράγει κάθε μέρα
Τ’ αφεντικό σε χαιρετά απ’ το καζίνο και την κρουαζιέρα
Οι συνάδελφοι βολεύονται σαν πιόνια στης κάλπης τη σκακιέρα