Μες του χωριού τον πλάτανο
στον ίσκιο του από κάτω
επρωτογνωριστήκαμε
απόγεμα Σαββάτο.
Επρωτοκουβεντιάσαμε,
επρωτοορκιστήκαμε,
επρωτοφιληθήκαμε
και πρωταγκαλιαστήκαμε.
Γέρο, γέρο πλάτανέ μου
με τις κορφές σου τις ψηλές
πόσα βλέπεις, πόσα ξέρεις
σε κανένανε δε λες.
Τώρα στον ίδιο πλάτανο
με άλλονε πηγαίνεις
και την καρδιά μου άσπλαχνα
την καις και τη μαραίνεις.
Με άλλον αγκαλιάζεσαι
και ξημερoβραδιάζεσαι
και σε κοιτάζει ο πλάτανος
κι όμως εσύ δε νοιάζεσαι.
Γέρο, γέρο πλάτανέ μου
με τις κορφές σου τις ψηλές
πόσα βλέπεις, πόσα ξέρεις
σε κανένα δε το λες.