Η πεντάμορφη Μαριώ
άρρωστ’ είναι στο χωριό
δέκα μέρες στο κρεβάτι
δεν μπορεί να κλείσει μάτι.
Λιών’ η δόλια σαν κερί
κίτρινη σαν το φλουρί
κι ο γιατρός που όλο τρέχει
δεν μπορεί να βρει, τι έχει.
Κι ένα βράδυ σε καλό της
στη μανούλα της γυρνά, α!
που’ ναι στο προσκέφαλό της
και της λέει σιγανά:
"Μάνα μου αν θες να γειάνω
πάντρεψέ με τον Γιάννο
που με φίλησε στη βρύση
κι η καρδιά μου έχει ραΐσει.
Μας κρυφόειδε το φεγγάρι
που απ’ το βουνό είχε βγει
κι αν δε γίνουμε ζευγάρι
μάνα μ’ θα με φάει η γη.
Αχ! Μανούλα γιάτρεψέ με
με το Γιάννο πάντρεψέ με
μάνα μ’ φέρε μου το Γιάννο
δίχως Γιάννο δε θα γειάνω.
Στης καρδιάς μας τις πληγές
τι να κάνουν συνταγές;
Στης καρδιάς μου το καμίνι
τι να κάνει η ασπιρίνη;"
Κι έτσι η μάνα, τι καλά,
τον γιατρό τονε σχολά
και τα πόδια η δόλια παίρνει
και τον Γιάννο πάει και φέρνει.
Η Μαριώ τον βλέπει μπρος της
και τα χείλη της γελάν
και της πέφτει ο πυρετός της
και στη μάνα της μιλά.