Το σύννεφο ψιχάλισε της λεμονιάς τα άνθη
και οι ψυχές μυρίσανε του έρωτα τα βάθη
Βρεγμένοι δρόμοι αδειανοί
με την υγρή σιωπή σας
του ονείρου ανοίγω το ασκί
και χάνομαι μαζί σας
Γυρνώ και καθρεφτίζομαι στα σύννεφα τα μαύρα
πετώ στο φεγγαρόφωτο και στου βοριά την αύρα
Κάποιο πουλί τραγούδησε της λησμονιάς τραγούδι
και οι καρδιές ανθίσανε σαν να `τανε λουλούδι
Του φθινοπώρου τα χρυσά, τα κίτρινα τα φύλλα
μες στην καρδιά μου σέρνονται και σιγοψιθυρίζουν
Τραγούδι, θλίψη και σκοπός
για τη ζωή που πάει
σαν το νερό που αργοκυλά
σαν το γυαλί που σπάει
Να `χα τον ήλιο αδερφό και φίλο το φεγγάρι
να στείλουνε τον άνεμο να έρθει να σε πάρει