Έντεκα το βράδυ, φεύγω απ’ τη δουλειά
και αρχίζω να παλεύω με την μοναξιά
και μέσα στο λεωφορείο της γραμμής
μετράω τα φανάρια της διαδρομής
Επάνω στο ταμπλό σου γράφουν τα παιδιά
μπαμπά, μην τρέχεις κι η μαμά χαμογελάει
σε μια φωτογραφία όλους σας φιλάει
στην άκρη του καθρέφτη η Παναγιά
Το νου σου, κύριε οδηγέ
γλιστράω στις χειρολαβές
και από το σπίτι της μπροστά όταν περνάς, μην σταματάς
Δεν κατεβαίνω πια εδώ
κι ας ξέρει πως την αγαπώ
Μέσα απ’ τα λάθη τα πολλά μαθαίνω πρώτη μου φορά
πως είναι η μοναξιά
Ουρές στα σινεμά και ο κόσμος στην πλατεία
στην στάση μια παρέα ψάχνει για ταινία
και δίπλα ένας παππούς με όλα απορεί
πως άλλαξε η νύχτα την παρασκευή
Δε θέλω να κατέβω απ’ το λεωφορείο
το άδειο μου το σπίτι θα `ναι πάλι κρύο
και πάνω στον καινούργιο άσπρο καναπέ
να βλέπω τους λεκέδες του καφέ
Το νου σου, κύριε οδηγέ
γλιστράω στις χειρολαβές
και από το σπίτι της μπροστά όταν περνάς, μην σταματάς
Δεν κατεβαίνω πια εδώ
κι ας ξέρει πως την αγαπώ
Μέσα απ’ τα λάθη τα πολλά μαθαίνω πρώτη μου φορά
πως είναι η μοναξιά
Σαββατοκύριακο στο luna park
μαζί με τα παιδιά
να με ρωτάνε αν την αγαπάω
ακόμα την μαμά
Το νου σου, κύριε οδηγέ
γλιστράω στις χειρολαβές
και από το σπίτι της μπροστά όταν περνάς μην σταματάς
Δεν κατεβαίνω πια εδώ
κι ας ξέρει πως την αγαπώ
ήρθε ο καιρός να δω και `γω καλά
πως είναι η μοναξιά