Για πάντα ήσουν ξεχασμένη
σε μια κρυφή παγίδα μου,
σαν πόλη χρόνια βυθισμένη - Ατλαντίδα μου
και ξάφνου της καρδιάς το πλοίο
γλιστράει σε γνωστούς γκρεμούς,
να βρει ένα παλιό βιβλίο
που γραπτά πια ξεσπά σε λυγμούς το ποτέ.
Δε θα φύγω, μου λες, άμυνές μου, παλιές μου,
σαν τζαμάκια τις έσπασα.
Μεθούσα σε βροχή λεβάντα,
νικούσε η λέξη ξέχασα,
ο δρόμος έλεγε για πάντα πως σε έχοσα,
και ξάφνου της καρδιάς το πλοίο,
σε ύφαλο γνωστό, χτυπά,
σ’ ένα δικό σου μπλε βιβλίο.
Γράφεις: «θα σ’ αγαπώ, από σένα δε φεύγω
κοίτα, διώχνω το κρύο σου»
ήσουν, γράφω κι εγώ,
ένα μέτριο έργο πού `χει τίτλο τ’ αντίο σου.
Τώρα πια πού γυρνάς, ποιον τις νύχτες φιλάς,
με τι φως πας.
Ώρα πόνου εννιά,
μ’ οδηγεί το βιβλίο με τα φώτα σβηστά,
για να πάω μπροστά
το πετώ στην φωτιά.