Μη με προσμένεις να 'ρθω στο βουερό ακρογιάλι.
Την αμμουδιά να πάρουμε, να φθάσουμε ως το μώλο.
Στην καταχνιά της θάλασσας και στην ανεμοζάλη.
Σα ροδοσύγνεφο σκορπά, σβήνει το είναι μου όλο.
Κάποια φωτιά ονειρεύομαι για το σβηστό μας τζάκι.
Ν’ αστράφτει μες στη σκοτεινιά της σάλας της κλεισμένης.
Να κρούει το παραθύρι μας ο αγέρας, το νεράκι.
Και εσύ δειλή κι αμίλητη στο πλάι μου να μένεις.
Να λες σ’ αυτή σου τη σιωπή όσα ποτέ δεν είπες.
Στις ανοιξιάτικες αυγές, στα θερινά τα βράδια.
Ν’ αντιστοράς στο βλέμμα σου χαρές μαζί και λύπες.
Πόθους, παλμούς, ονείρατα, φιλιά, αγκαλιές και χάδια.
Κι έτσι στην κρύα τη σκοτεινιά της νύχτας του Γενάρη.
Μες στ’ όνειρο θ’ αγγίξουμε μια άνοιξη περασμένη.
Τα ρόδα τ’ Απριλιάτικα που πια μας τα’ χουν πάρει.
Η μοίρα μας κι οι ξένοι.
Η μοίρα μας κι οι ξένοι.
Η μοίρα μας κι οι ξένοι..........
Κάποτε υπήρχε μια πηγή
που έβγαζε κρύσταλλο νερό.