Ω, ναι, το ξέρω
Ω, ναι, το ξέρω, ο θάνατος για μένανε
θε να `ρθει ωραίος!
Σαν τη ζωή μου, έτσι κι αυτός δε γίνεται
να είναι τυχαίος.
Θα ξεκινήσει μιαν αυγούλα ρόδινη
τ’ Απριλομάη,
τ’ αηδόνι από του κήπου μέσα τ’ άνθισμα
θα κελαηδάει.
Θα στήνουνε χορό τ’ ασημοπράσσινα
φύλλα στη λεύκα,
και θα με ραίνουν μύρο απ’ το ρετσίνι τους,
πλήθος τα πεύκα.
Θα ρέει το αίμα μου ως χυμός ολόδροσος
κάτω απ’ τη φλούδα,
ήρεμη θα `ναι μου η καρδιά κι ανάλαφρη
σαν πεταλούδα.
«Κύριε», θα ειπώ, «στη ζήση μου αν επόνεσα,
έφτασ’ η ώρα
το μέτωπό μου να! το θείο το χνώτο Σου
μ’ αγγίζει τώρα!».
Θα πέφτει αργά το βράδυ απ’ το παράθυρο
διάπλατο εμπρός μου,
θα μπουν κλαριά και φύλλα, δάσος ολάκερο,
κόσμος δικός μου.
Κι ενώ το «χαίρε» τους γαλήνιο, απίκραντο,
θα ηχεί βαθιά μου
γλυκά θα σβήνω, σαν το ηλιοβασίλεμα
στην κάμαρά μου...