Ό,τι κι αν είχε το `χασε: γυναίκα, βιος, παιδιά του,
τίποτε δεν τ’ απόμεινε στερνή παρηγοριά.
Πέταξ’ η έννοια από το νου κι η ελπίδα απ’ την καρδιά του
κι η υπομονή εμαρμάρωσε στα στήθη του βαριά.
Όπως τα λείψανα περνούν, περνάει αργά ο καιρός του
και ζη, δίχως ο δύστυχος να ξέρη το γιατί.
Μες στην ταβέρνα ολημερίς με το ποτήρι εμπρός του
του κάκου εκεί κι ανώφελα τη λησμονιά ζητεί.
«Καταραμένε κάπελα και κλέφτη ταβερνιάρη,
τι το νερώνεις το κρασί, και πίνω απ’ το ξανθό,
και πίνω κι απ’ το κόκκινο κι από το γιοματάρι
κι απ’ το σώσμα το τραχύ, πίνω και δε μεθώ;
Δεν ήρθα για ξεφάντωμα μήτε για πανηγύρι,
ήρθα να βρω τη λησμονιά στο θάνατο κοντά...»
Κι ο κάπελας, γεμίζοντας και πάλι το ποτήρι,
με θλιβερό περίγελο στα λόγια του απαντά:
«Τι φταίω εγώ αν τα δάκρυα, που απελπισμένος χύνεις,
πέφτουν μες στο ποτήρι σου, σταλαγματιές θολές,
και το νερώνουν το κρασί κι αδύνατο το πίνεις;
Τι φταίω εγώ κι αν δε μεθάς, τι φταίω εγώ κι αν κλαις;»