Δε με πειράζουν οι ανοιχτές πληγές,
δεν με πειράζει το πένθος στην ψυχή μου,
δεν με πειράζουν οι άσβηστες φωτιές
όταν σωπαίνω κι όταν σβήνει η φωνή μου.
Δε με πειράζουν τα μύρια ουρλιαχτά
και τα πνιχτά, δειλά αναφιλητά μου,
δεν με πειράζουν τα μαύρα κάτεργα,
δεν με πειράζει η άγρια μπόρα στην καρδιά μου.
Δε με πειράζουν οι άταφοι νεκροί,
των σκοτωμένων οι ψυχές που δεν κοιμούνται,
δεν με πειράζει αν δρόμο έχω πια μακρύ
σε μια χώρα που όλοι θέλουν να φοβούνται.
Δε με πειράζει που έχω χέρια παιδικά
και λυπημένα μάτια σαν σκυλιού δαρμένου,
δεν με πειράζει η τόση απόψε απελπισιά
δεν με πειράζει το τραγούδι του πνιγμένου.
Δε με πειράζουνε τα ρίγη των θανάτων
και τα κατάρτια όταν σπάζουνε στα δυο,
δεν με πειράζει η δικαιοσύνη των κυμάτων
σε μια χώρα που έχει γίνει ρημαδιό.
Δε με πειράζουν οι γλυκές οι μελωδίες,
ούτε οι δρόμοι που κοιμούνται οι μεθυσμένοι,
δεν με πειράζουν οι άγνωστες πορείες
σε μια χώρα που `ναι η ελπίδα πεθαμένη.
Αυτό που με πειράζει , με θυμώνει
είναι που κλέβουν αναιδώς τα όνειρά μας,
είναι που δε βαστούν φωτιά τα ποιήματά μας,
είναι το πάθος που στερούν απ’ τα παιδιά μας
και μια σιωπή που μένει και δεν πρέπει πια να `ναι δικιά μας.