Κύριε, είμαι ένας άθεος! Και είμαι αδερφός
του χαρτοπαίχτη, του μπεκρή. Και σάρκα έχω και αίμα.
Κι όπως εχώρισες εσύ τα σκότη από το φως
έτσι χωρίζω κι αγαπώ απ’ το σωστό το ψέμα.
Το κρίμα θέλω! Είν’ όμορφη η αμαρτία. Πολύ
εσύ με θέλησες αγνόν δεν είμαι, οι άλλοι, οι άλλοι,
οι εκπεσμένοι, οι αμαρτωλοί. Οι μούργοι κι είν’ πολλοί
τι τάχα λεν; κι είναι αδερφοί. Τι ξέρουν; Κι είν `μεγάλοι.
Και είμαι, Κύριε, άθεος. Και το κακό αγαπώ.
Κι εμέ μ’ αρέσει η ζαβολιά, η γυναίκα του κοντά μου,
τόσο, που ακόμα το φονιά ανάγκη να το πω;
τον έχεις κάμει όμοιον μου κι οστό απ’ τα οστά μου.
Κι είμ’ άθεος! Καρδίας συ που ετάζεις και νεφρούς,
πρόσεχε: αγαπώ πολύ τα «πλήθη αμαρτιών μου».
Συ που νεφέλας ανιστάς και ξαναζείς νεκρούς,
στ’ άνθισμα είμαι των παθών τα αίσχη πλήθυνόν μου!