Με μια τράτα ολόχρυση
με σουρωτήρι πάτο,
στο σκότος πλέει αβύθιστη
με πλήρωμα φευγάτο.
Αντί πανιά πουκάμισα
και για κουπιά τα χέρια,
ψαρεύει αναστεναγμούς
και τους πουλάει στ’ αστέρια.
Ωρέ η βάρκα μας, γκιόσα
ωρέ η κουρελού, γκιόσα.
Βρε πότε `δω και πότε αλλού
μες τα πελάγη τ’ ουρανού.
Ωρέ πότε `δω και πότε αλλού
η βάρκα μας η κουρελού.
Χιλιάδες μάτια την κοιτάν
καρδιές την προσκυνάνε,
κι όσοι παραλογίζονται
που πάει τη ρωτάνε.
Πηγαίνω μεσοπέλαγα
με τ’ άλμπουρα της νίκης,
για να χτενίσω τα λυτά
μαλλιά της Βερενίκης
Ωρέ η βάρκα μας, γκιόσα
ωρέ η κουρελού, γκιόσα.
Ρε πότε `δω και πότε αλλού
μες τα πελάγη τ’ ουρανού.
Ωρέ πότε `δω και πότε αλλού
η βάρκα μας η κουρελού
Φεγγάρι παλιοφέγγαρο
φεγγάρι μεταξένιο,
τη νύχτα κάνεις φωτεινή
κι εμένα αλλοπαρμένο.
Οι πρώτοι και καλύτεροι
σε ψάχναν στα ρυάκια,
κι εγώ από τη Λάρισα
σου στέλνω τραγουδάκια.
Ωρέ η βάρκα μας, γκιόσα
ωρέ η κουρελού, γκιόσα.
Ρε πότε `δω και πότε αλλού
μες τα πελάγη τ’ ουρανού.
Ωρέ πότε `δω και πότε αλλού
η σελήνη μας η κουρελού.