Θανάσης Γκαϊφύλλιας - Η ιστορία του Διομήδη 歌词

Απόψε θέλω να σας πω την όμορφη ιστορία
του Διομήδη του τρελού που ’φαγαν τα θηρία
όχι απ’αυτά που συναντά κανείς μέσα στη ζούγκλα
μα κάτι άλογα γερά με πέταλα και φούντα

Αυτός λοιπόν γεννήθηκε στην μακρινή την Θράκη
κι είχε μια κούνια αργυρή κι ένα χρυσό βρακάκι
ήταν ωραίος πρίγκηπας, βραδύνους και τεμπέλης
όπως θα έγραφε γι’αυτόν κι ο φίλος Καμπανέλλης

Ήτα γλυκός, ήταν ψηλός, είχε δυο μέτρα μπόι
κι η μάνα τον καμάρωνε κι όλο του το σόι
Ώσπου μια μέρα σύμφορα χτύπησε το παλάτι
κι ο βασιλιάς αρρώστησε απ’το κακό το μάτι

Βρε, τι ξινά του δώσανε, σιρόπια και μαντζούνια
τι ξεματιάστρες φέρανε απ’ άγνωστα καντούνια
αυτός εκεί μουλάρωσε δεν έλεγε να υγιάνει
ώσπου μια μέρα πέθανε τελείως στο ντιβάνι

Κι όπως συνήθως ο λαός μια μέρα τον πενθούσε
και τις υπόλοιπες εννιά χόρευε και πηδούσε
Μετά την ’ψάξαν την δουλειά, διαπλοκές και αίμα
κι ο Διομήδης βρέθηκε με θρόνο και με στέμμα

Μαζί με το βασίλειο του δώσανε και προίκα
κάτι παλάτια εξοχικά, κάτι συκιές με σύκα
Βόδια, γελάδια κι άλογα που ζούσαν σε στάβλους
κάτι ρεμάλια αυλικούς και μια χιλιάδα σκλάβους

Το πρώτο χρόνο χαίροταν, πετούσε στα ουράνια
γλεντούσε με τους φίλους του, τους έδινε και δάνεια
Δάνεια, θαλασσοδάνεια, διπλές τριπλές μερίδες
όπως αυτά που παίρνουνε όσοι έχουν εφημερίδες

Στο δεύτερο τα πράγματα δυσκόλεψαν λιγάκι
είναι και άγριος ο καιρός, Δεκέμβριος στη Θράκη
Οι αποθήκες άδειασαν, καθώς και τα ταμεία
κατά διαόλου πήγαινε, λοιπόν, η οικονομία

Και τότε του ’ρθε έμπνευση τεράστια, μεγάλη
αφού κι αυτός απόρησε πώς του ’ρθε στο κεφάλι
Αντί σανό που δίνουμε στ’άλογα του στάβλου
εμείς θα εφαρμόσουμε την δίαιτα του σκλάβου

Κάθε πρωί θα σφάζουμε πέντε έξι απ’τους θρεμμένους
και αφού χορτάσουν τ’άλογα θα κάνουμε πολέμους
Καινούργιους σκλάβους θα ’χουμε, τροφή εν αφθονία
για τις μελλούμενες γενιές στην νέα κοινωνία

Έσφαζε αδιάκριτα αρσενικά και κόρες
οι άλλοι σκλάβοι φώναζαν ‘o ! tempora ! o! mores !‘
Αλλά αυτός ανάλγητος, πήγαινε και για τσάρκα
όσο οι άλλοι τάιζαν τ’άλογα με σάρκα

Αλλ’ο χειμώνας ο βαρύς δεν έλεγε να φύγει
θαρρείς κι ερωτεύτηκε τη γη του Διομήδη
Κι όταν οι σκλάβοι τέλειωσαν, δεν είχε άλλα κομμάτια
από την πείνα θόλωσαν τ’αλογίσια μάτια

Χτυπούσαν τα κεφάλια τους τα ’κάναν όλα χάλια
κοιτάζονταν με νόημα, τους τρέχανε τα σάλια
κι όταν μια μέρα ο βασιλιάς άνοιξε το πορτάκι
πέσανε όλα απάνω του και χόρτασαν λιγάκι

Έτσι, λοιπόν, τελείωσε ο βίος του Διομήδη
που προς στιγμή εζήλεψε τη δόξα τ’Αρχιμήδη
Η φύση τον αντάμειψε δίκαια και ωραία
και πάσα ομοιότητα είναι εντελώς τυχαία.
这个歌词已经 343 次被阅读了