“Η αμαξοστοιχία της γραμμής Θεσσαλονίκη - Αθήνα είναι
έτοιμη προς αναχώρηση. Παρακαλούνται οι κύριοι επιβάτες
να προσέλθουν και να λάβουν τις θέσεις τους.”
Θυμόταν. Πόσο ωραία εκείνη η μέρα που την συνάντησε για πρώτη φορά; Ψηλή, όμορφη κι αγέρωχη, θαρρείς βγαλμένη από πίνακα του Μποτιτσέλι. Με μια αγνότητα και κάθε πόρο του σώματός της να τον καλεί σε ένα παιχνίδι διεκδίκησης που τόσο πολύ, κι ο ίδιος ακόμη, επιθυμούσε
.
Αδιαφόρησε για την ζωή. Νέος κι αθεράπευτα ερωτευμένος, πάσχιζε να αντιμετωπίσει το συναίσθημα με σύμμαχο μια άγουρη και χωρίς καμία δύναμη λογική. Το σώμα ήταν πιο δυνατό από το μυαλό, κι ειδικότερα από ένα μυαλό που λάτρευε τα σύννεφα κι είχε εγκατασταθεί σε αυτά.
-Άνθρωποι με βαλίτσες περνούσαν από δίπλα του και τον χτυπούσαν. Έψαχναν το βαγόνι που θα τους φιλοξενούσε για τις επόμενες έξι ώρες. Τσακωνόταν για την θέση δίπλα στο παράθυρο, κι αυτός εκεί να σκέφτεται για το φως που έσβησε στα μάτια της.
Πολύ γρήγορα έγιναν ένα. Την λάτρευε τόσο που ξέχασε τα πάντα. Έντυσε τον κόσμο στα ροζ, παραβλέποντας το μαύρο που τον κύκλωνε. Αδιαφορία; Μάλλον αγάπη. Παρόρμηση; Σίγουρα έρωτας.
-Έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Συνέχιζε τον δρόμο του και ξεχνούσε κάθε πόνο. Έμενε εδώ κι οι πληγές κατέτρωγαν κάθε του λεπτό. Ένα βήμα πίσω. Τώρα τι; Λίγα δευτερόλεπτα πριν το τραίνο ξεκινήσει…
Ο έρωτας χάθηκε. Δεν άντεξε τον χρόνο. Ή μάλλον, ο χρόνος δεν άντεξε τον έρωτα. Πηδάει στο βαγόνι. Κουνάει μαντήλι στο χθες και γνέφει με ένα νεύμα στο αύριο. Τα λόγια της ηχούν στα αφτιά του.
Να φεύγεις, αυτό με δίδαξαν κι ας ήμουν μικρός
ό,τι σε κάνει και πονάς, να τα’ αποφεύγεις
την καρδιά σου μη ρωτάς…
ο δρόμος που σου δείχνει δεν είν’ ο σωστός
Κι εγώ…
Κι εγώ να φεύγω!
Στης λογικής μου, το σωστό, να καταφεύγω
Ένας άντρας δυνατός με μία, μόνη αδυναμία…
να ποτίζω τις καρδιές, του κόσμου, αδιαφορία
Η δική μου η καρδιά, να λέω, στα δύσκολα αντέχει
γιατί έμαθε –αντίθετα- να τρέχει
Και να προσέχεις!
Έγινε ο κόσμος αγρίμι σωστό
Τόση αγάπη μη σκορπάς, δεν το αντέχεις
Όταν θα θες ν’ αγαπηθείς πες μου ποιος θα’ ναι εδώ;
Κι εγώ προσέχω!
Έμαθα, πάντα για τους άλλους, ένα χαμόγελο να έχω
Βλέπεις, οι άντρες, οι σωστοί, δεν επιτρέπεται να κλαίνε
Ο κόσμος και η γειτονιά –μετά- θα έχουνε να λένε
κι έτσι, γι’ ακόμα μια φορά, ρόλο αντίθετο θα παίξω
αλλά δεν ξέρω πόσο ακόμα θα τ’ αντέξω.