Τελειώνει η μέρα, μα εγώ κοιτάζω,
στο δίπλα κάδρο, να περπατάνε
τρία ανθρωπάκια π’ όλο γελάνε
με τέτοιο τρόπο, σα να ρωτάνε,
ποιά η ελπίδα σου, πού 'ν’ η χαρά σου.
πόσο τα πούλησες, σε ποιο παζάρι
και δίχως όνειρα, πού τριγυρνάς.
Μα εγώ νυστάζω, δεν προλαβαίνω,
στις ερωτήσεις, να απαντώ,
πρέπει κι απόψε, χωρίς σκοτούρες,
γλυκά να πέσω να κοιμηθώ,
σε σκέψεις τέτοιες, που 'χουν μπελάδες,
δεν έχω λόγο να μπλεχτώ,
δεν έχω λόγο για να μπλεχτώ.
Μα αυτά γελάνε και επιμένουν
να με σκοτίζουν, χωρίς σκοπό,
σπάω το κάδρο και το πετάω,
να πέσω ήσυχος, να κοιμηθώ, ,
μα πάλι, να τα, μέσ’ στον καθρέφτη,
μέσα στ’ όνειρό μου το σκοτεινό,
πάνω στο πάπλωμα να περπατάνε,
να μ’ εμποδίζουν να σκεπαστώ.
Κάτι, σαν τρέλα, με γονατίζει,
μέρα τη μέρα με τυραννάει,
με πιάνει αγχος, έχω αρρωστήσει,
αυτός ο φόβος με ξεπερνάει,
βγαίνω στο δρόμο για να ξεχάσω
σαν φαντάσματα, μ’ ακολουθούν
και σαν φαντάσματα, μ’ ακολουθούν.
Ό,τι κι αν κάνω για να χαθούν,
μπρος μου πετάγονται και απορούν
που επιμένω να παραμένω,
ένα ανθρωπάκι υποταγμένο
που, όλοι τριγύρω, περιφρονούν,
που, όλοι τριγύρω, περιφρονούν,
που, όλοι τριγύρω, περιφρονούν.