Φύτρωσε μέσα στο κρεβάτι μου ένα φως
και σας ρωτώ πώς να το σβήσω, πώς.
Ρίχνω νερό, ρίχνω κουβέρτες μα δε σβήνει
είναι ένα μάτι που με τρώει.
Φύτρωσε μέσα στο κρεβάτι μου ένα φως
και εγώ στους δρόμους τριγυρίζω συνεχώς
γεμάτος τρόμο κι αγωνία που δε σβήνει
δεν ξαναπάω στο κρεβάτι με το φως να μ’ ανακρίνει
δεν ξαναπάω στο κρεβάτι με τ’ απαίσιό του το μάτι.
Φύτρωσε μέσα στο κρεβάτι μου ένα φως
κι όλο μου λέει πες μου, λέγε πώς.
Τραβάει τις ρίζες απ’ τις σκέψεις και φωνάζω
γονατιστός κι εξαντλημένος το κοιτάζω.
Δεν τον αντέχω, δεν αντέχω πια τον πόνο
κι ένα προς ένα φανερώνω κάθε πόνο.
Τέλειωσε η ανάμνηση κι ετούτη τη βραδιά
κι εγώ σωρός στου δωματίου τη γωνιά
βλέπω τα θύματα να με κοιτούν θλιμμένα
με βήμα αργό να με κυκλώνουν
και να δείχνουν προς εμένα
και δεν μπορώ να τους κοιτάζω, δεν μπορώ
γιατί είναι ολόιδιοι εγώ.