Ήτανε μια πεταλούδα
στου κορόμηλου τη φλούδα.
Χρώματα είχαν τα φτερά της
και αρώματα η ποδιά της.
Όλη μέρα πώς γελούσε,
δω κι εκεί χοροπηδούσε.
Κι όταν έπεφτε ο ήλιος,
τότε ερχότανε ένας φίλος
και της έδινε φιλιά,
τα φτερά της ακουμπούσε
και τη χάιδευε απαλά.
Είπανε πως ήταν γρύλος
κι η αγάπη τους αυτή
κράτησε χιλιάδες χρόνια
σαν παλιό, καλό κρασί.