Τσι περαζόμενους καιρούς που οι Έλληνες ορίζα
κι οπού δεν είχ’ η πίστη τως θεμέλιο μηδέ ρίζα,
τότε μια αγάπη μπιστική στον κόσμο εφανερώθη
κι εγράφτη μέσα στην καρδιά κι ουδέ ποτέ τση λειώθη.
Εις την Αθήνα που ήτονε τση μάθησης η βρώσις
και το θρονί της αρετής κι ο ποταμός τση γνώσης,
Ρήγας μεγάλος όριζε την άξα χώρα εκείνη.
Ηράκλη τον ελέγασι, εξακουστός εγίνη.
Από μικρός παντρεύτηκε και συντροφιάστη ομάδι
με ταίρι οπού ποτέ κανείς δεν του `βρισκε ψεγάδι.
Αρτέμη την ελέγασι τη ρήγισσαν εκείνη,
άλλη καμιά στη φρόνεψη ίσα τση δεν εγίνη.
Τον ήλιο και τον ουρανό συχνιά παρακαλούσα
για να τς’ αξώσει και να δουν παιδί που πεθυμούσα.
Περνούν οι χρόνοι κι οι καιροί κι η ρήγισσα εγαστρώθη
κι ο ρήγας απ’ το λογισμό και βάρος ελυτρώθη.
Μια θυγατέρα ήκαμε που `φεξε το παλάτι
κείνη την ώρα που η μαμή στα χέρια την εκράτη
και τ’ όνομά τση το γλυκύ το λέγανε Αρετούσα
οι ομορφιές τση ήσαν πολλές, τα κάλλη τση ήσα πλούσα.
Είχεν ο βασιλιός πολλούς με φρόνεψη και πλούτη,
συμβουλατόροι του ήτανε οι μπιστικοί ετούτοι.
Μα απ’ όλους είχεν ακριβό πάντα στη συντροφιά του
έναν οπού Πεζόστρατο έκραζαν τ’ όνομά του.
Είχε κι αυτός έναν υγιό πολλά κανακεμένο,
φρόνιμο κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο.