Τι κι αν γύρισ’ ο ήλιος το πρόσωπό του από 'μάς
κι οι χαμένες μας στιγμές μοιάζουν μακρινές
κι αν το σκοτάδι μάς πάει πιο πολύ κι η μέρα μάς μισεί,
στις ασημένιες πόλεις θα λάμψουμε ως το πρωί.
Θα 'ρθουν άλλες μέρες, θα 'ρθουν άλλες φωνές,
άδεια η αγκαλιά, δίχως σώματα,
όταν χαράζει, πού είναι τα χρώματα
που μάς πληγώνουν σαν άγνωστη γη.
Τι κι αν ο χρόνος ταξιδεύει σε κύματα
και τις ρυτίδες μας βαθαίνει σιωπηλά,
εγώ, αργά, φιλιά θα σε γεμίσω,
μεγάλα καλοκαίρια θα σού δώσω,
θα σού δώσω καλοκαίρια
και τους χειμώνες θα πουλήσω
σε παγωμένα αστέρια.
Θα 'ρθουν άλλες μέρες, θα 'ρθουν άλλες φωνές,
άδεια η αγκαλιά, δίχως σώματα,
όταν χαράζει, πού είναι τα χρώματα
που μάς πληγώνουν σαν άγνωστη γη,
όταν χαράζει, πού είναι τα χρώματα
που μάς πληγώνουν σαν έρημη γη.