Ξέρω πως δεν είσαι κτήνος,
είσαι μόνο θεατρίνος.
Κάνεις δήθεν πως απέχεις
και γυρεύεις μοναχά ό,τι δεν έχεις.
Ξέρω πως σου φταιν’ τα φράγκα
και πως σ’ έφαγε η μαρμάγκα.
Δε διαλέγεις απ’ το μάτσο
μα να ξέρεις πως εγώ δε θα σου κάτσω.
Ίσως και να σε γουστάρω,
ίσως και να σ’ αγαπώ,
μάρτυρας μου πως ποτέ δε θα το πω
η σκισμένη εφημερίδα
και η ψόφια κατσαρίδα.
Πλάι στο πληγωμένο στρώμα
άντε κάτσε λίγο ακόμα,
άντε φύγε κι άντε έλα
κι αν σε δω κι αν δε σε δω...
με πιάνει τρέλα.
Να ξερες πως μου τη δίνει
που μιλάς με καλοσύνη,
το μακάριο το ύφος,
το χαμόγελο το δήθεν και το δίχως.
Όμως μέσα σου σαλεύει
μια αλήθεια που γυρεύει
στο πηγάδι να σε ρίξει
και θα νιώσω πιο καλά άμα σε πνίξει.
Ίσως και να σε γουστάρω...