Ήρθε η Κάρμεν στην Αθήνα
η Ιμπέριο Αρτζεντίνα
την κληρονομιά να πάρει Ι
του Αντώνη του βαρκάρη Ι
Απ’ το τρένο μόλις φτάνει
τρέχει στο Πασαλιμάνι
την βαρκούλα ν’ αντικρίσει Ι
τα κουπιά της να φιλήσει Ι
Κι που γύριζε η καημένη
βλέπει κατατρομαγμένη
μες την βάρκα τον Αντώνη Ι
τα πανιά του να απλώνει Ι
Αντωνάκη μου βαρκάρη
ταυρομάχε παλληκάρι
ζεις ακόμη ή γελιέμαι Ι
σε θωρώ κι αναρωτιέμαι Ι
Κάρμεν Κάρμεν μη φωνάζεις
μη με βλέπεις και τρομάζεις
να πεθάνω ήταν κρίμα Ι
κι έκανα το ψευτοθύμα Ι