Ένας μεθυσμένος κλαίει
σε μι’ απόμερη γωνιά
και βαριές κουβέντες λέει
για τον ψεύτη το ντουνιά.
Άνθρωποι και ανθρωπάκια
τον κεράσανε φαρμάκια,
του κρασιού τα μοιρολόγια
είναι του καημού του λόγια,
άνθρωποι και ανθρωπάκια
τον κεράσανε φαρμάκια.
Ένας μεθυσμένος κλαίει
μες στη νύχτα την βαριά,
τάχα ποιο είναι το μαράζι
που του καίει την καρδιά.
Άνθρωποι και ανθρωπάκια
τον κεράσανε φαρμάκια,
του κρασιού τα μοιρολόγια
είναι του καημού του λόγια,
άνθρωποι και ανθρωπάκια
τον κεράσανε φαρμάκια.