Στίχοιμα - Συμμορία των Δέκα 歌词

Μεγάλωσαν μαζί πνιγμένοι μέσα στο σύστημα,
που όποιος δεν το προσκυνά αδερφέ αργοπεθαίνει,
εφτά από αυτούς τσακάλια δύο παιδιά και μια γυναίκα,
στα 18 τους φτιάξανε τη συμμορία των δέκα,
τους έθρεψε η πλατεία, χόρτο, γήπεδο, βία,
τους είπαν δολοφόνους μα ήτανε συμμορία,
τα φράγκα για τα όπλα τα βρήκαν από ληστεία,
και δώσαν άλλη όψη στον όρο τρομοκρατία,
ο πρώτος απ’ αυτούς σκοτώθηκε κάπου στη Πλάκα,
μόλις είχε σκοτώσει έναν υπουργό μαλάκα,
δύο μπράβους και έναν την αντιτρομοκρατικής,
για πλάκα, τους περίμενε με ένα ΑΚ,
το δεύτερο τσακάλι το βρήκανε σε χαντάκι,
και δίπλα του τον Άκη ένα φίλο του βαποράκι,
τον έσφαξαν τα πρωτοξάδελφα ενός εμπόρου,
που εντόπισαν νεκρό στα νερά ανοιχτά του Πόρου,
το τρίτο και το τέταρτο τσακάλι μαζί,
πήγαν ζωσμένο εκρηκτικά σε εκδήλωση νεοναζί
πριν γίνει ο Τάσος έκλεισε το μάτι στον Κωστή,
αγκαλιάστηκαν και πήραν μαζί τους καμιά εκατοστή,
ο πέμπτος, δεν σκότωσε κανέναν ποτέ,
σπούδασε επικοινωνίες και χώθηκε στον ΟΤΕ,
κι από κει μέσα έβλεπε και άκουγε τα πάντα,
έστρωνε το κρεβάτι να γαμήσουν τα κομάντα.

Ήτανε πέντε, έξι, εφτά και δέκα
Ήτανε πέντε, έξι, εφτά και δέκα
Ήτανε πέντε, έξι, εφτά και δέκα
που φτιάξανε τη θρυλική τη συμμορία των δέκα

Ήτανε πέντε, ήτανε έξι, εφτά και δέκα
που φτιάξανε τη θρυλική τη συμμορία των δέκα
ήτανε εφτά τσακάλια δύο παιδιά και μια γυναίκα
κι όλοι μιλάνε πλέον για τη συμμορία των δέκα

Ο έκτος είχε θέμα πάντα με την εξουσία,
τελείωσε σχολείο με έφεση στη χημεία,
αυτός και η παρέα του κουνήσαν την Ελλάδα,
με ένα βανάκι νιτρικό αμμώνιο στη ΓΑΔΑ,
το έβδομο τσακάλι το δέσανε ασφαλίτες,
σε μια πορεία απ’ αυτές που φώτιζαν τις νύχτες,
τον δέσαν Φιλελλήνων και Καραγεώργη Σερβίας,
κι έχασε τα μυαλά του στη κλούβα μιας διμοιρίας,
υπήρχαν όμως άλλα δύο παιδιά και μια γυναίκα,
που ήταν μέλη στη γνωστή τη συμμορία των δέκα,
το ένα το παιδί αυτοκτόνησε στις γραμμές,
μόλις έγραψε στο τοίχο "θάνατος στις μηχανές",
το άλλο το παιδί τελείωσε μηχανουργός,
και στη συμμορία των δέκα ήτανε οπλουργός,
μα είχε ξεφύγει, σκότωνε όποιον έβρισκε στη φρίκη,
έβγαινε απ το σπίτι του μονάχα για κυνήγι,
και πάμε στη γυναίκα της συμμορίας των δέκα,
μικρή ήταν κορίτσι με φούστα γυαλιά και στέκα,
μεγάλωσε με πάθος ώσπου έκανε το λάθος,
και σκότωσε τον διοικητή της Τράπεζας Ελλάδος.

Ημερολόγιο μηχανών. Ημέρα 178.
Οι αντιστασιακοί υστερούν σε όπλα.
Ακούγεται ότι κρατάνε έκταση της πόλης.
Αλλά όλο και μικραίνει.
Η φύση είναι ανήμπορη μπροστά σε αυτό.
Είμαστε σαν σελίδα της ελληνικής μυθολογίας. Περιμένουμε τον ήρωα.
«Η αλήθεια είναι στα ντουβάρια.» φώναξε ο καρκινοπαθής πίσω από το συρματόπλεγμα.
Μίλα μου λίγο, αυτή η σιωπή με σκοτώνει. Άλλωστε αν δεν καούμε εμείς πώς θα φωτιστεί η νύχτα;
这个歌词已经 338 次被阅读了