Στίχοιμα - Στην αγκαλιά του Μάρκου 歌词

Γεννήθηκε το πέντε κι είχε αδέρφια πέντε,
πίσω η ζωή κι'αυτός μπροστά πάντα στο παρά πέντε,
πάντα καημός και μοίρα και ήταν πάντα στην γύρα,
με γνώρισε στον Πειραιά φεύγοντας απ'την Σύρα,
στην αγκαλιά του Μάρκου ακούς τον μπαγλαμά του,
είμαι απ'τα λίγα πράγματα που έσερνε κοντά του,
με πιανε σαν στολίδι κι άρχιζε το ταξίδι,
σηκώνοντας το φρύδι ξεκινούσε το ταξίμι,
στην αγκαλιά του Μάρκου μου `πε τα μυστικά του,
μου γνώρισε κάθε ερωμένη και κάθε αγαπητικιά του,
κι όλες του λέγαν στάσου μα αυτός ήτανε γεια σου,
και στις χορδές μου πάνω έγραφε τα ματώκλαδα σου,
ήταν αλλιώς ο Μάρκος ήταν Θεός και δράκος,
ήταν ψυχή μικρού παιδιού μα ο λόγος του ήταν βράχος,
και έπιανε πέντε νότες και έριχνε δυο ατάκες,
τον αγαπούσε η νύχτα τον σέβονταν οι μάγκες,
περάσαν χρόνια αράδα με χιόνια με λιακάδα,
και νότα νότα τον έμαθε όλη η Ελλάδα,
και δώσε βάση σ'ότι πω και πάρε το χαμπάρι,
ακούς το μπαγλαμά του του Μάρκου Βαμβακάρη.

Στην αγκαλιά του Μάρκου ακούς τον μπαγλαμά του,
άκουσα κάθε του λυγμό και όλα τα όνειρα του,
και έρχεται στο σκοτάδι σκαστός από τον Άδη,
μου `πε να περιμένω θα `ρθει να με βρει ένα βράδυ.
Στην αγκαλιά του Μάρκου ακούς τον μπαγλαμά του,
άκουσα κάθε του καημό και τα παράπονα του,
και μου `πε να σου πω πως ζει πίσω απ'το φεγγάρι,
και θα πεθάνει όταν ξεχάσετε τον Βαμβακάρη.

Και κύλισε η ιστορία κι οι ζέστες γίναν κρύα,
και ήρθε η χούντα Μεταξά και η λογοκρισία,
κι αλλάξανε τα λόγια σπάσανε κομπολόγια,
θέλανε να το ξέρεις πως είναι μέσα απ'τα υπόγεια,
μ'αυτό ήταν ριζωμένο με τον λαό δεμένο,
ήταν σαν τα λόγια του κι αυτό απαγορευμένο,
οι νότες γίναν δίσκοι κι οι δίσκοι εμπόριο,
και κάποιοι βγάλαν φράγκα απ'το περιθώριο,
και `γω στην αγκαλιά του προσωπική φρουρά του,
δεν ένιωθε καλά δεν πάταγε στα βήματα του,
είχε καρδιά μετάξι μα η εποχή έχει αλλάξει,
μας νίκησε ο χρόνος μου είπε σ'ένα αμάξι,
στην αγκαλιά του Μάρκου άκουγα την καρδιά του,
χτυπούσε πάντοτε βαριά όπως κάθε πενιά του,
είχε ένα ήχο αυστηρό πολύ σαν την ματιά του,
και τέμπο 9/8 σαν τα ζεϊμπέκικα του,
ο Μάρκος ζει ακόμα μες του τεκέ την βρώμα,
κοιτώντας προς την Σύρο στου ουρανού το χρώμα,
και μου `πε να σου πω πως ζει όταν λέμε τ'όνομα του,
στην αγκαλιά του Μάρκου ακούς τον μπαγλαμά του.

Στην αγκαλιά του Μάρκου ακούς τον μπαγλαμά του,
άκουσα κάθε του λυγμό και όλα τα όνειρα του,
και έρχεται στο σκοτάδι σκαστός από τον Άδη,
μου `πε να περιμένω θα `ρθει να με βρει ένα βράδυ.
Στην αγκαλιά του Μάρκου ακούς τον μπαγλαμά του,
άκουσα κάθε του καημό και τα παράπονα του,
και μου `πε να σου πω πως ζει πίσω απ'το φεγγάρι,
και θα πεθάνει όταν ξεχάσετε τον Βαμβακάρη.

Ημερολόγιο μηχανών. Ημέρα 300.
13 Ιουνίου 1793. Παρίσι.
Πεθαίνει σε μία μπανιέρα ο άνθρωπος που τον αποκαλούσαν φίλο του λαού.
Να σηκωθείς, να πας να τον βρεις για να σου πει.
178 χρόνια μετά, με 10 μέρες διαφορά.
Πεθαίνει στην ίδια πόλη, σε μια ίδια μπανιέρα, ένας άνθρωπος κραυγή.
ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΟ ΜΑΤΑΙΟ.
这个歌词已经 390 次被阅读了